βασιδιομύκητες — (basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία … Dictionary of Greek
κοπρίνος — ο (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην κλάση υμενομύκητες και στην τάξη αγαρικώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprinus < copr (πρβλ. κόπρος) + κατάλ. inus] … Dictionary of Greek
κρατερέλος — ο (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στους υμενομύκητες, στην τάξη αφυλλοφορώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. craterellus < αγγλ. crater (< λατ. crater < κρατήρ) + υποκορ. κατάλ. ellus] … Dictionary of Greek
πλεύρωτος — ο, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην κλάση Υμενομύκητες, τής τάξης Αγαρικώδη, από τους οποίους οι καρποφόροι, τα μανιτάρια, είναι εδώδιμοι και ορισμένοι έχουν εξαιρετική γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleurotus (<… … Dictionary of Greek
πολύπορος — (polyporus. Γένος μυκήτων, από τους πιο αξιόλογους, μαζί με τους μύκητες των γενών φόμης, πολύστικτος (λευκόπορος και κοριόλος), τραμέτης, λενζίτης και φιστουλίνα (μύκητες βασιδιομύκητες), της οικογένειας των Πολυποριδών, από τους οποίους άλλοι… … Dictionary of Greek
σέρπουλα — (I) και σερπύλη, η, Ν ζωολ. γένος εδραίων πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων τών εύκρατων και θερμών θαλασσών, αντιπροσωπευτικό τής τάξης σερπουλόμορφα, το οποίο σχηματίζει με έκκριση έναν σκωληκόσχημο ασβεστούχο σωλήνα που προσκολλάται σε όστρακα,… … Dictionary of Greek
σηβακίνη — η, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη tremellales τής κλάσης υμενομύκητες … Dictionary of Greek
σπάρασση — η, Ν (μυκητ.) γένος βασιδομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη, τής κλάσης υμενομύκητες, το οποίο περιλαμβάνει 5 περίπου είδη που απαντούν στις εύκρατες περιοχές στο έδαφος κάτω από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sparassis < αμάρτυρο τ … Dictionary of Greek
στέρεο(ν) — το, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη αφυλλοφορώδη τής κλάσης υμενομύκητες και περιλαμβάνει 100 περίπου κοσμοπολιτικά είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereum (< στερεός)] … Dictionary of Greek
τρεμελλώδη — τα, Ν (μυκητ.) τάξη βασιδιομυκήτων που ανήκει στην κλάση υμενομύκητες, αλλ. ζελατινώδεις μύκητες, επειδή περιλαμβάνει μύκητες που παράγουν ζελατινώδη βασιδιοκάρπια … Dictionary of Greek