υμενομύκητες

υμενομύκητες
οι, Ν
(μυκητ.) κλάση τών βασιδιομυκήτων στην οποία ανήκουν τα περισσότερα είδη τής υποδιαίρεσης αυτής που είναι κοινώς γνωστά ως μανιτάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hymenomycetes (< υμένας + μύκης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βασιδιομύκητες — (basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία …   Dictionary of Greek

  • κοπρίνος — ο (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην κλάση υμενομύκητες και στην τάξη αγαρικώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprinus < copr (πρβλ. κόπρος) + κατάλ. inus] …   Dictionary of Greek

  • κρατερέλος — ο (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στους υμενομύκητες, στην τάξη αφυλλοφορώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. craterellus < αγγλ. crater (< λατ. crater < κρατήρ) + υποκορ. κατάλ. ellus] …   Dictionary of Greek

  • πλεύρωτος — ο, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην κλάση Υμενομύκητες, τής τάξης Αγαρικώδη, από τους οποίους οι καρποφόροι, τα μανιτάρια, είναι εδώδιμοι και ορισμένοι έχουν εξαιρετική γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleurotus (<… …   Dictionary of Greek

  • πολύπορος — (polyporus. Γένος μυκήτων, από τους πιο αξιόλογους, μαζί με τους μύκητες των γενών φόμης, πολύστικτος (λευκόπορος και κοριόλος), τραμέτης, λενζίτης και φιστουλίνα (μύκητες βασιδιομύκητες), της οικογένειας των Πολυποριδών, από τους οποίους άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • σέρπουλα — (I) και σερπύλη, η, Ν ζωολ. γένος εδραίων πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων τών εύκρατων και θερμών θαλασσών, αντιπροσωπευτικό τής τάξης σερπουλόμορφα, το οποίο σχηματίζει με έκκριση έναν σκωληκόσχημο ασβεστούχο σωλήνα που προσκολλάται σε όστρακα,… …   Dictionary of Greek

  • σηβακίνη — η, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη tremellales τής κλάσης υμενομύκητες …   Dictionary of Greek

  • σπάρασση — η, Ν (μυκητ.) γένος βασιδομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη, τής κλάσης υμενομύκητες, το οποίο περιλαμβάνει 5 περίπου είδη που απαντούν στις εύκρατες περιοχές στο έδαφος κάτω από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sparassis < αμάρτυρο τ …   Dictionary of Greek

  • στέρεο(ν) — το, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη αφυλλοφορώδη τής κλάσης υμενομύκητες και περιλαμβάνει 100 περίπου κοσμοπολιτικά είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereum (< στερεός)] …   Dictionary of Greek

  • τρεμελλώδη — τα, Ν (μυκητ.) τάξη βασιδιομυκήτων που ανήκει στην κλάση υμενομύκητες, αλλ. ζελατινώδεις μύκητες, επειδή περιλαμβάνει μύκητες που παράγουν ζελατινώδη βασιδιοκάρπια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”